Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυπάτητος
πολύπατρις
πολυπείρητος
πολυπειρία
πολύπειρος
πολυπείρων
πολυπενθής
πολυπερίσπαστος
πολυπευθής
Πολυπημονίδης
πολυπήμων
πολύπηνος
πολύπηχυς
πολυπῖδαξ
πολυπικός
πολύπικρος
πολυπινής
πολύπιστος
πολύπλαγκτος
πολυπλαγκτοσύνη
πολυπλανής
View word page
πολυπήμων
causing manifold woe, baneful

ShortDef

causing manifold woe, baneful

Debugging

Headword:
πολυπήμων
Headword (normalized):
πολυπήμων
Headword (normalized/stripped):
πολυπημων
IDX:
71773
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71774
Key:

Data

{'content': 'causing manifold woe, baneful'}