Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύπαταξ
πολυπάτητος
πολύπατρις
πολυπείρητος
πολυπειρία
πολύπειρος
πολυπείρων
πολυπενθής
πολυπερίσπαστος
πολυπευθής
Πολυπημονίδης
πολυπήμων
πολύπηνος
πολύπηχυς
πολυπῖδαξ
πολυπικός
πολύπικρος
πολυπινής
πολύπιστος
πολύπλαγκτος
πολυπλαγκτοσύνη
View word page
Πολυπημονίδης
son of Polypemon

ShortDef

son of Polypemon

Debugging

Headword:
Πολυπημονίδης
Headword (normalized):
πολυπημονίδης
Headword (normalized/stripped):
πολυπημονιδης
IDX:
71772
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71773
Key:

Data

{'content': 'son of Polypemon'}