Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυπάρθενος
πολύπαστος
πολύπαταξ
πολυπάτητος
πολύπατρις
πολυπείρητος
πολυπειρία
πολύπειρος
πολυπείρων
πολυπενθής
πολυπερίσπαστος
πολυπευθής
Πολυπημονίδης
πολυπήμων
πολύπηνος
πολύπηχυς
πολυπῖδαξ
πολυπικός
πολύπικρος
πολυπινής
πολύπιστος
View word page
πολυπερίσπαστος
much-distraught

ShortDef

much-distraught

Debugging

Headword:
πολυπερίσπαστος
Headword (normalized):
πολυπερίσπαστος
Headword (normalized/stripped):
πολυπερισπαστος
IDX:
71770
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71771
Key:

Data

{'content': 'much-distraught'}