Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυπαρθένευτος
πολυπάρθενος
πολύπαστος
πολύπαταξ
πολυπάτητος
πολύπατρις
πολυπείρητος
πολυπειρία
πολύπειρος
πολυπείρων
πολυπενθής
πολυπερίσπαστος
πολυπευθής
Πολυπημονίδης
πολυπήμων
πολύπηνος
πολύπηχυς
πολυπῖδαξ
πολυπικός
πολύπικρος
πολυπινής
View word page
πολυπενθής
much-mourning, exceeding mournful
ShortDef
much-mourning, exceeding mournful
Debugging
Headword:
πολυπενθής
Headword (normalized):
πολυπενθής
Headword (normalized/stripped):
πολυπενθης
IDX:
71769
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71770
Key:
Data
{'content': 'much-mourning, exceeding mournful'}