Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολύπαις
πολύπαλτος
πολυπάμφαος
πολυπάμων
πολυπαρθένευτος
πολυπάρθενος
πολύπαστος
πολύπαταξ
πολυπάτητος
πολύπατρις
πολυπείρητος
πολυπειρία
πολύπειρος
πολυπείρων
πολυπενθής
πολυπερίσπαστος
πολυπευθής
Πολυπημονίδης
πολυπήμων
πολύπηνος
πολύπηχυς
View word page
πολυπείρητος
much-tried
ShortDef
much-tried
Debugging
Headword:
πολυπείρητος
Headword (normalized):
πολυπείρητος
Headword (normalized/stripped):
πολυπειρητος
IDX:
71765
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71766
Key:
Data
{'content': 'much-tried'}