Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυπαιδία
πολυπαίπαλος
πολύπαις
πολύπαλτος
πολυπάμφαος
πολυπάμων
πολυπαρθένευτος
πολυπάρθενος
πολύπαστος
πολύπαταξ
πολυπάτητος
πολύπατρις
πολυπείρητος
πολυπειρία
πολύπειρος
πολυπείρων
πολυπενθής
πολυπερίσπαστος
πολυπευθής
Πολυπημονίδης
πολυπήμων
View word page
πολυπάτητος
much trodden
ShortDef
much trodden
Debugging
Headword:
πολυπάτητος
Headword (normalized):
πολυπάτητος
Headword (normalized/stripped):
πολυπατητος
IDX:
71763
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71764
Key:
Data
{'content': 'much trodden'}