Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυπαθής
πολυπαίγμων
πολυπαιδία
πολυπαίπαλος
πολύπαις
πολύπαλτος
πολυπάμφαος
πολυπάμων
πολυπαρθένευτος
πολυπάρθενος
πολύπαστος
πολύπαταξ
πολυπάτητος
πολύπατρις
πολυπείρητος
πολυπειρία
πολύπειρος
πολυπείρων
πολυπενθής
πολυπερίσπαστος
πολυπευθής
View word page
πολύπαστος
much-besprinkled

ShortDef

much-besprinkled

Debugging

Headword:
πολύπαστος
Headword (normalized):
πολύπαστος
Headword (normalized/stripped):
πολυπαστος
IDX:
71761
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71762
Key:

Data

{'content': 'much-besprinkled'}