Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυπάθεια
πολυπαθής
πολυπαίγμων
πολυπαιδία
πολυπαίπαλος
πολύπαις
πολύπαλτος
πολυπάμφαος
πολυπάμων
πολυπαρθένευτος
πολυπάρθενος
πολύπαστος
πολύπαταξ
πολυπάτητος
πολύπατρις
πολυπείρητος
πολυπειρία
πολύπειρος
πολυπείρων
πολυπενθής
πολυπερίσπαστος
View word page
πολυπάρθενος
having many maidens

ShortDef

having many maidens

Debugging

Headword:
πολυπάρθενος
Headword (normalized):
πολυπάρθενος
Headword (normalized/stripped):
πολυπαρθενος
IDX:
71760
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71761
Key:

Data

{'content': 'having many maidens'}