Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυόφθαλμος
πολυόχευτος
πολυοχλέω
πολυοχλία
πολύοχλος
πολυοψία
πολύοψος
πολυπάθεια
πολυπαθής
πολυπαίγμων
πολυπαιδία
πολυπαίπαλος
πολύπαις
πολύπαλτος
πολυπάμφαος
πολυπάμων
πολυπαρθένευτος
πολυπάρθενος
πολύπαστος
πολύπαταξ
πολυπάτητος
View word page
πολυπαιδία
abundance of children, fecundity

ShortDef

abundance of children, fecundity

Debugging

Headword:
πολυπαιδία
Headword (normalized):
πολυπαιδία
Headword (normalized/stripped):
πολυπαιδια
IDX:
71753
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71754
Key:

Data

{'content': 'abundance of children, fecundity'}