Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυόρνιθος
πολυοσμία
πολυόστεος
πολυούσιος
πολυόφθαλμος
πολυόχευτος
πολυοχλέω
πολυοχλία
πολύοχλος
πολυοψία
πολύοψος
πολυπάθεια
πολυπαθής
πολυπαίγμων
πολυπαιδία
πολυπαίπαλος
πολύπαις
πολύπαλτος
πολυπάμφαος
πολυπάμων
πολυπαρθένευτος
View word page
πολύοψος
abounding in fish
ShortDef
abounding in fish
Debugging
Headword:
πολύοψος
Headword (normalized):
πολύοψος
Headword (normalized/stripped):
πολυοψος
IDX:
71749
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71750
Key:
Data
{'content': 'abounding in fish'}