Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυόρμητος
πολυόρνιθος
πολυοσμία
πολυόστεος
πολυούσιος
πολυόφθαλμος
πολυόχευτος
πολυοχλέω
πολυοχλία
πολύοχλος
πολυοψία
πολύοψος
πολυπάθεια
πολυπαθής
πολυπαίγμων
πολυπαιδία
πολυπαίπαλος
πολύπαις
πολύπαλτος
πολυπάμφαος
πολυπάμων
View word page
πολυοψία
abundance of meats

ShortDef

abundance of meats

Debugging

Headword:
πολυοψία
Headword (normalized):
πολυοψία
Headword (normalized/stripped):
πολυοψια
IDX:
71748
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71749
Key:

Data

{'content': 'abundance of meats'}