Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύορκος
πολυόρμητος
πολυόρνιθος
πολυοσμία
πολυόστεος
πολυούσιος
πολυόφθαλμος
πολυόχευτος
πολυοχλέω
πολυοχλία
πολύοχλος
πολυοψία
πολύοψος
πολυπάθεια
πολυπαθής
πολυπαίγμων
πολυπαιδία
πολυπαίπαλος
πολύπαις
πολύπαλτος
πολυπάμφαος
View word page
πολύοχλος
much-peopled, populous

ShortDef

much-peopled, populous

Debugging

Headword:
πολύοχλος
Headword (normalized):
πολύοχλος
Headword (normalized/stripped):
πολυοχλος
IDX:
71747
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71748
Key:

Data

{'content': 'much-peopled, populous'}