Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύοπτος
πολυόργιος
πολυορκία
πολύορκος
πολυόρμητος
πολυόρνιθος
πολυοσμία
πολυόστεος
πολυούσιος
πολυόφθαλμος
πολυόχευτος
πολυοχλέω
πολυοχλία
πολύοχλος
πολυοψία
πολύοψος
πολυπάθεια
πολυπαθής
πολυπαίγμων
πολυπαιδία
πολυπαίπαλος
View word page
πολυόχευτος
very salacious

ShortDef

very salacious

Debugging

Headword:
πολυόχευτος
Headword (normalized):
πολυόχευτος
Headword (normalized/stripped):
πολυοχευτος
IDX:
71744
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71745
Key:

Data

{'content': 'very salacious'}