Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολύοπος
πολύοπτος
πολυόργιος
πολυορκία
πολύορκος
πολυόρμητος
πολυόρνιθος
πολυοσμία
πολυόστεος
πολυούσιος
πολυόφθαλμος
πολυόχευτος
πολυοχλέω
πολυοχλία
πολύοχλος
πολυοψία
πολύοψος
πολυπάθεια
πολυπαθής
πολυπαίγμων
πολυπαιδία
View word page
πολυόφθαλμος
many-eyed
ShortDef
many-eyed
Debugging
Headword:
πολυόφθαλμος
Headword (normalized):
πολυόφθαλμος
Headword (normalized/stripped):
πολυοφθαλμος
IDX:
71743
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71744
Key:
Data
{'content': 'many-eyed'}