Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυόμφαλος
πολυόνειρος
πολύοπος
πολύοπτος
πολυόργιος
πολυορκία
πολύορκος
πολυόρμητος
πολυόρνιθος
πολυοσμία
πολυόστεος
πολυούσιος
πολυόφθαλμος
πολυόχευτος
πολυοχλέω
πολυοχλία
πολύοχλος
πολυοψία
πολύοψος
πολυπάθεια
πολυπαθής
View word page
πολυόστεος
with many bones
ShortDef
with many bones
Debugging
Headword:
πολυόστεος
Headword (normalized):
πολυόστεος
Headword (normalized/stripped):
πολυοστεος
IDX:
71741
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71742
Key:
Data
{'content': 'with many bones'}