Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυόμματος
πολυόμφαλος
πολυόνειρος
πολύοπος
πολύοπτος
πολυόργιος
πολυορκία
πολύορκος
πολυόρμητος
πολυόρνιθος
πολυοσμία
πολυόστεος
πολυούσιος
πολυόφθαλμος
πολυόχευτος
πολυοχλέω
πολυοχλία
πολύοχλος
πολυοψία
πολύοψος
πολυπάθεια
View word page
πολυοσμία
strength of smell

ShortDef

strength of smell

Debugging

Headword:
πολυοσμία
Headword (normalized):
πολυοσμία
Headword (normalized/stripped):
πολυοσμια
IDX:
71740
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71741
Key:

Data

{'content': 'strength of smell'}