Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύομβρος
πολυόμματος
πολυόμφαλος
πολυόνειρος
πολύοπος
πολύοπτος
πολυόργιος
πολυορκία
πολύορκος
πολυόρμητος
πολυόρνιθος
πολυοσμία
πολυόστεος
πολυούσιος
πολυόφθαλμος
πολυόχευτος
πολυοχλέω
πολυοχλία
πολύοχλος
πολυοψία
πολύοψος
View word page
πολυόρνιθος
abounding in birds

ShortDef

abounding in birds

Debugging

Headword:
πολυόρνιθος
Headword (normalized):
πολυόρνιθος
Headword (normalized/stripped):
πολυορνιθος
IDX:
71739
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71740
Key:

Data

{'content': 'abounding in birds'}