Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύολβος
πολυομβρία
πολύομβρος
πολυόμματος
πολυόμφαλος
πολυόνειρος
πολύοπος
πολύοπτος
πολυόργιος
πολυορκία
πολύορκος
πολυόρμητος
πολυόρνιθος
πολυοσμία
πολυόστεος
πολυούσιος
πολυόφθαλμος
πολυόχευτος
πολυοχλέω
πολυοχλία
πολύοχλος
View word page
πολύορκος
swearing much

ShortDef

swearing much

Debugging

Headword:
πολύορκος
Headword (normalized):
πολύορκος
Headword (normalized/stripped):
πολυορκος
IDX:
71737
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71738
Key:

Data

{'content': 'swearing much'}