Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολύοκνος
πολύολβος
πολυομβρία
πολύομβρος
πολυόμματος
πολυόμφαλος
πολυόνειρος
πολύοπος
πολύοπτος
πολυόργιος
πολυορκία
πολύορκος
πολυόρμητος
πολυόρνιθος
πολυοσμία
πολυόστεος
πολυούσιος
πολυόφθαλμος
πολυόχευτος
πολυοχλέω
πολυοχλία
View word page
πολυορκία
habit or custom of swearing
ShortDef
habit or custom of swearing
Debugging
Headword:
πολυορκία
Headword (normalized):
πολυορκία
Headword (normalized/stripped):
πολυορκια
IDX:
71736
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71737
Key:
Data
{'content': 'habit or custom of swearing'}