Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυοινία
πολύοινος
πολύοκνος
πολύολβος
πολυομβρία
πολύομβρος
πολυόμματος
πολυόμφαλος
πολυόνειρος
πολύοπος
πολύοπτος
πολυόργιος
πολυορκία
πολύορκος
πολυόρμητος
πολυόρνιθος
πολυοσμία
πολυόστεος
πολυούσιος
πολυόφθαλμος
πολυόχευτος
View word page
πολύοπτος
much-seen
ShortDef
much-seen
Debugging
Headword:
πολύοπτος
Headword (normalized):
πολύοπτος
Headword (normalized/stripped):
πολυοπτος
IDX:
71734
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71735
Key:
Data
{'content': 'much-seen'}