Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυοινέω
πολυοινία
πολύοινος
πολύοκνος
πολύολβος
πολυομβρία
πολύομβρος
πολυόμματος
πολυόμφαλος
πολυόνειρος
πολύοπος
πολύοπτος
πολυόργιος
πολυορκία
πολύορκος
πολυόρμητος
πολυόρνιθος
πολυοσμία
πολυόστεος
πολυούσιος
πολυόφθαλμος
View word page
πολύοπος
full of juice, succulent

ShortDef

full of juice, succulent

Debugging

Headword:
πολύοπος
Headword (normalized):
πολύοπος
Headword (normalized/stripped):
πολυοπος
IDX:
71733
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71734
Key:

Data

{'content': 'full of juice, succulent'}