Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυόδους
πολυοζία
πολύοζος
πολυοινέω
πολυοινία
πολύοινος
πολύοκνος
πολύολβος
πολυομβρία
πολύομβρος
πολυόμματος
πολυόμφαλος
πολυόνειρος
πολύοπος
πολύοπτος
πολυόργιος
πολυορκία
πολύορκος
πολυόρμητος
πολυόρνιθος
πολυοσμία
View word page
πολυόμματος
many-eyed
ShortDef
many-eyed
Debugging
Headword:
πολυόμματος
Headword (normalized):
πολυόμματος
Headword (normalized/stripped):
πολυομματος
IDX:
71730
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71731
Key:
Data
{'content': 'many-eyed'}