Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολύξυλος
πολυόδευτος
πολυοδία
πολύοδμος
πολυόδους
πολυοζία
πολύοζος
πολυοινέω
πολυοινία
πολύοινος
πολύοκνος
πολύολβος
πολυομβρία
πολύομβρος
πολυόμματος
πολυόμφαλος
πολυόνειρος
πολύοπος
πολύοπτος
πολυόργιος
πολυορκία
View word page
πολύοκνος
delaying much, very tardy
ShortDef
delaying much, very tardy
Debugging
Headword:
πολύοκνος
Headword (normalized):
πολύοκνος
Headword (normalized/stripped):
πολυοκνος
IDX:
71726
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71727
Key:
Data
{'content': 'delaying much, very tardy'}