Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύνυμφος
Πολύξεινος
πολύξενος
πολύξεστος
πολύξηρος
πολύξυλος
πολυόδευτος
πολυοδία
πολύοδμος
πολυόδους
πολυοζία
πολύοζος
πολυοινέω
πολυοινία
πολύοινος
πολύοκνος
πολύολβος
πολυομβρία
πολύομβρος
πολυόμματος
πολυόμφαλος
View word page
πολυοζία
having many branches

ShortDef

having many branches

Debugging

Headword:
πολυοζία
Headword (normalized):
πολυοζία
Headword (normalized/stripped):
πολυοζια
IDX:
71721
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71722
Key:

Data

{'content': 'having many branches'}