Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πόλυντρα
πολύνυμφος
Πολύξεινος
πολύξενος
πολύξεστος
πολύξηρος
πολύξυλος
πολυόδευτος
πολυοδία
πολύοδμος
πολυόδους
πολυοζία
πολύοζος
πολυοινέω
πολυοινία
πολύοινος
πολύοκνος
πολύολβος
πολυομβρία
πολύομβρος
πολυόμματος
View word page
πολυόδους
with many teeth
ShortDef
with many teeth
Debugging
Headword:
πολυόδους
Headword (normalized):
πολυόδους
Headword (normalized/stripped):
πολυοδους
IDX:
71720
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71721
Key:
Data
{'content': 'with many teeth'}