Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολύνοστος
πόλυντρα
πολύνυμφος
Πολύξεινος
πολύξενος
πολύξεστος
πολύξηρος
πολύξυλος
πολυόδευτος
πολυοδία
πολύοδμος
πολυόδους
πολυοζία
πολύοζος
πολυοινέω
πολυοινία
πολύοινος
πολύοκνος
πολύολβος
πολυομβρία
πολύομβρος
View word page
πολύοδμος
strong-smelling
ShortDef
strong-smelling
Debugging
Headword:
πολύοδμος
Headword (normalized):
πολύοδμος
Headword (normalized/stripped):
πολυοδμος
IDX:
71719
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71720
Key:
Data
{'content': 'strong-smelling'}