Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνέμπληστος
ἀνεμπόδιστος
ἀνεμπόλητος
ἀνέμπτωτος
ἀνεμφάνιστος
ἀνέμφαντος
ἀνέμφατος
ἀνεμώδης
ἀνεμώκης
ἀνεμώλιος
ἀνεμώνη
Ἀνεμώρεια
ἀνεμώτας
Ἀνεμῶτις
ἀνενδεής
ἀνένδεκτος
ἀνένδετος
ἀνενδοίαστος
ἀνένδοτος
ἀνένδυτος
ἀνενεκτέον
View word page
ἀνεμώνη
the wind-flower, anemone

ShortDef

the wind-flower, anemone

Debugging

Headword:
ἀνεμώνη
Headword (normalized):
ἀνεμώνη
Headword (normalized/stripped):
ανεμωνη
IDX:
7171
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7172
Key:

Data

{'content': 'the wind-flower, anemone'}