Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολύνοσος
πολύνοστος
πόλυντρα
πολύνυμφος
Πολύξεινος
πολύξενος
πολύξεστος
πολύξηρος
πολύξυλος
πολυόδευτος
πολυοδία
πολύοδμος
πολυόδους
πολυοζία
πολύοζος
πολυοινέω
πολυοινία
πολύοινος
πολύοκνος
πολύολβος
πολυομβρία
View word page
πολυοδία
long journey
ShortDef
long journey
Debugging
Headword:
πολυοδία
Headword (normalized):
πολυοδία
Headword (normalized/stripped):
πολυοδια
IDX:
71718
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71719
Key:
Data
{'content': 'long journey'}