Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύνοος
πολύνοσος
πολύνοστος
πόλυντρα
πολύνυμφος
Πολύξεινος
πολύξενος
πολύξεστος
πολύξηρος
πολύξυλος
πολυόδευτος
πολυοδία
πολύοδμος
πολυόδους
πολυοζία
πολύοζος
πολυοινέω
πολυοινία
πολύοινος
πολύοκνος
πολύολβος
View word page
πολυόδευτος
much travelled over

ShortDef

much travelled over

Debugging

Headword:
πολυόδευτος
Headword (normalized):
πολυόδευτος
Headword (normalized/stripped):
πολυοδευτος
IDX:
71717
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71718
Key:

Data

{'content': 'much travelled over'}