Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνέμπληκτος
ἀνέμπληστος
ἀνεμπόδιστος
ἀνεμπόλητος
ἀνέμπτωτος
ἀνεμφάνιστος
ἀνέμφαντος
ἀνέμφατος
ἀνεμώδης
ἀνεμώκης
ἀνεμώλιος
ἀνεμώνη
Ἀνεμώρεια
ἀνεμώτας
Ἀνεμῶτις
ἀνενδεής
ἀνένδεκτος
ἀνένδετος
ἀνενδοίαστος
ἀνένδοτος
ἀνένδυτος
View word page
ἀνεμώλιος
windy

ShortDef

windy

Debugging

Headword:
ἀνεμώλιος
Headword (normalized):
ἀνεμώλιος
Headword (normalized/stripped):
ανεμωλιος
IDX:
7170
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7171
Key:

Data

{'content': 'windy'}