Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυναύτης
πολυνεικής
Πολυνείκης
πολυνεφέλας
πολυνέφελος
πολυνηνεμίη
Πολύνηος
πολυνίκης
πολυνιφής
πολύνοια
πολύνομος
πολύνοος
πολύνοσος
πολύνοστος
πόλυντρα
πολύνυμφος
Πολύξεινος
πολύξενος
πολύξεστος
πολύξηρος
πολύξυλος
View word page
πολύνομος
grazing much
ShortDef
grazing much
Debugging
Headword:
πολύνομος
Headword (normalized):
πολύνομος
Headword (normalized/stripped):
πολυνομος
IDX:
71706
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71707
Key:
Data
{'content': 'grazing much'}