Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύμυξος
πολύμυχος
πολύναος
πολυναύτης
πολυνεικής
Πολυνείκης
πολυνεφέλας
πολυνέφελος
πολυνηνεμίη
Πολύνηος
πολυνίκης
πολυνιφής
πολύνοια
πολύνομος
πολύνοος
πολύνοσος
πολύνοστος
πόλυντρα
πολύνυμφος
Πολύξεινος
πολύξενος
View word page
πολυνίκης
a frequent conqueror

ShortDef

a frequent conqueror

Debugging

Headword:
πολυνίκης
Headword (normalized):
πολυνίκης
Headword (normalized/stripped):
πολυνικης
IDX:
71703
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71704
Key:

Data

{'content': 'a frequent conqueror'}