Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀγρετεύω
ἀγρέτης
ἄγρευμα
ἀγρεύς
Ἀγρεύς
ἀγρεύσιμος
ἄγρευσις
ἀγρευτήρ
ἀγρευτής
ἀγρευτικός
ἀγρευτός
ἀγρεύω
ἀγρέω
ἄγρη
ἄγρηθεν
ἀγρηνόν
ἀγριαίνω
ἀγριάνθρωπος
ἀγριάς
ἀγριαχράς
ἀγριάω
View word page
ἀγρευτός
caught
ShortDef
caught
Debugging
Headword:
ἀγρευτός
Headword (normalized):
ἀγρευτός
Headword (normalized/stripped):
αγρευτος
IDX:
716
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-717
Key:
Data
{'content': 'caught'}