Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀνεμόφθορος
ἀνεμοφόρητος
ἀνέμπληκτος
ἀνέμπληστος
ἀνεμπόδιστος
ἀνεμπόλητος
ἀνέμπτωτος
ἀνεμφάνιστος
ἀνέμφαντος
ἀνέμφατος
ἀνεμώδης
ἀνεμώκης
ἀνεμώλιος
ἀνεμώνη
Ἀνεμώρεια
ἀνεμώτας
Ἀνεμῶτις
ἀνενδεής
ἀνένδεκτος
ἀνένδετος
ἀνενδοίαστος
View word page
ἀνεμώδης
windy
ShortDef
windy
Debugging
Headword:
ἀνεμώδης
Headword (normalized):
ἀνεμώδης
Headword (normalized/stripped):
ανεμωδης
IDX:
7168
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7169
Key:
Data
{'content': 'windy'}