Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυμήχανος
πολυμιγής
πολυμιγία
πολυμισής
πολύμισθος
πολυμιταρική
πολυμιτάριος
πολύμιτος
πολυμνήμων
Πολυμνήστεια
πολυμνήστευτος
πολυμνήστη
πολύμνηστος
Πολύμνια
πολύμνιος
πολυμορφία
πολύμορφος
πολύμουσος
πολύμοχθος
πολυμύελος
πολύμυθος
View word page
πολυμνήστευτος
much-wooed
ShortDef
much-wooed
Debugging
Headword:
πολυμνήστευτος
Headword (normalized):
πολυμνήστευτος
Headword (normalized/stripped):
πολυμνηστευτος
IDX:
71682
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71683
Key:
Data
{'content': 'much-wooed'}