Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Πολυμήστωρ
πολύμητις
πολυμήτωρ
πολυμηχανία
πολυμηχανίη
πολυμήχανος
πολυμιγής
πολυμιγία
πολυμισής
πολύμισθος
πολυμιταρική
πολυμιτάριος
πολύμιτος
πολυμνήμων
Πολυμνήστεια
πολυμνήστευτος
πολυμνήστη
πολύμνηστος
Πολύμνια
πολύμνιος
πολυμορφία
View word page
πολυμιταρική
art of weaving

ShortDef

art of weaving

Debugging

Headword:
πολυμιταρική
Headword (normalized):
πολυμιταρική
Headword (normalized/stripped):
πολυμιταρικη
IDX:
71677
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71678
Key:

Data

{'content': 'art of weaving'}