Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύμηνις
Πολυμήστωρ
πολύμητις
πολυμήτωρ
πολυμηχανία
πολυμηχανίη
πολυμήχανος
πολυμιγής
πολυμιγία
πολυμισής
πολύμισθος
πολυμιταρική
πολυμιτάριος
πολύμιτος
πολυμνήμων
Πολυμνήστεια
πολυμνήστευτος
πολυμνήστη
πολύμνηστος
Πολύμνια
πολύμνιος
View word page
πολύμισθος
receiving much pay

ShortDef

receiving much pay

Debugging

Headword:
πολύμισθος
Headword (normalized):
πολύμισθος
Headword (normalized/stripped):
πολυμισθος
IDX:
71676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71677
Key:

Data

{'content': 'receiving much pay'}