Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Πολυμήλη
Πολύμηλος
πολύμηλος
πολύμηνις
Πολυμήστωρ
πολύμητις
πολυμήτωρ
πολυμηχανία
πολυμηχανίη
πολυμήχανος
πολυμιγής
πολυμιγία
πολυμισής
πολύμισθος
πολυμιταρική
πολυμιτάριος
πολύμιτος
πολυμνήμων
Πολυμνήστεια
πολυμνήστευτος
πολυμνήστη
View word page
πολυμιγής
much-mixed
ShortDef
much-mixed
Debugging
Headword:
πολυμιγής
Headword (normalized):
πολυμιγής
Headword (normalized/stripped):
πολυμιγης
IDX:
71673
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71674
Key:
Data
{'content': 'much-mixed'}