Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυμήκης
Πολυμήλη
Πολύμηλος
πολύμηλος
πολύμηνις
Πολυμήστωρ
πολύμητις
πολυμήτωρ
πολυμηχανία
πολυμηχανίη
πολυμήχανος
πολυμιγής
πολυμιγία
πολυμισής
πολύμισθος
πολυμιταρική
πολυμιτάριος
πολύμιτος
πολυμνήμων
Πολυμνήστεια
πολυμνήστευτος
View word page
πολυμήχανος
full of resources, inventive, ever-ready
ShortDef
full of resources, inventive, ever-ready
Debugging
Headword:
πολυμήχανος
Headword (normalized):
πολυμήχανος
Headword (normalized/stripped):
πολυμηχανος
IDX:
71672
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71673
Key:
Data
{'content': 'full of resources, inventive, ever-ready'}