Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Πολυμήδης
πολυμηκάς
πολυμήκης
Πολυμήλη
Πολύμηλος
πολύμηλος
πολύμηνις
Πολυμήστωρ
πολύμητις
πολυμήτωρ
πολυμηχανία
πολυμηχανίη
πολυμήχανος
πολυμιγής
πολυμιγία
πολυμισής
πολύμισθος
πολυμιταρική
πολυμιτάριος
πολύμιτος
πολυμνήμων
View word page
πολυμηχανία
the having many resources, inventiveness, readiness

ShortDef

the having many resources, inventiveness, readiness

Debugging

Headword:
πολυμηχανία
Headword (normalized):
πολυμηχανία
Headword (normalized/stripped):
πολυμηχανια
IDX:
71670
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71671
Key:

Data

{'content': 'the having many resources, inventiveness, readiness'}