Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυμετρία
πολύμετρος
Πολυμήδη
Πολυμήδης
πολυμηκάς
πολυμήκης
Πολυμήλη
Πολύμηλος
πολύμηλος
πολύμηνις
Πολυμήστωρ
πολύμητις
πολυμήτωρ
πολυμηχανία
πολυμηχανίη
πολυμήχανος
πολυμιγής
πολυμιγία
πολυμισής
πολύμισθος
πολυμιταρική
View word page
Πολυμήστωρ
Polymestor
ShortDef
Polymestor
Debugging
Headword:
Πολυμήστωρ
Headword (normalized):
πολυμήστωρ
Headword (normalized/stripped):
πολυμηστωρ
IDX:
71667
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71668
Key:
Data
{'content': 'Polymestor'}