Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυμερής
πολυμέριμνος
πολύμεσος
πολυμετάβλητος
πολυμετάβολος
πολυμετρία
πολύμετρος
Πολυμήδη
Πολυμήδης
πολυμηκάς
πολυμήκης
Πολυμήλη
Πολύμηλος
πολύμηλος
πολύμηνις
Πολυμήστωρ
πολύμητις
πολυμήτωρ
πολυμηχανία
πολυμηχανίη
πολυμήχανος
View word page
πολυμήκης
very long
ShortDef
very long
Debugging
Headword:
πολυμήκης
Headword (normalized):
πολυμήκης
Headword (normalized/stripped):
πολυμηκης
IDX:
71662
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71663
Key:
Data
{'content': 'very long'}