Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυμελής
πολυμελπής
πολυμεμφής
πολυμέρεια
πολυμερής
πολυμέριμνος
πολύμεσος
πολυμετάβλητος
πολυμετάβολος
πολυμετρία
πολύμετρος
Πολυμήδη
Πολυμήδης
πολυμηκάς
πολυμήκης
Πολυμήλη
Πολύμηλος
πολύμηλος
πολύμηνις
Πολυμήστωρ
πολύμητις
View word page
πολύμετρος
of many measures

ShortDef

of many measures

Debugging

Headword:
πολύμετρος
Headword (normalized):
πολύμετρος
Headword (normalized/stripped):
πολυμετρος
IDX:
71658
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71659
Key:

Data

{'content': 'of many measures'}