Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυμέδιμνος
πολυμεθής
πολυμέλαθρος
πολυμελής
πολυμελπής
πολυμεμφής
πολυμέρεια
πολυμερής
πολυμέριμνος
πολύμεσος
πολυμετάβλητος
πολυμετάβολος
πολυμετρία
πολύμετρος
Πολυμήδη
Πολυμήδης
πολυμηκάς
πολυμήκης
Πολυμήλη
Πολύμηλος
πολύμηλος
View word page
πολυμετάβλητος
often transforming oneself

ShortDef

often transforming oneself

Debugging

Headword:
πολυμετάβλητος
Headword (normalized):
πολυμετάβλητος
Headword (normalized/stripped):
πολυμεταβλητος
IDX:
71655
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71656
Key:

Data

{'content': 'often transforming oneself'}