Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολυμαθέω
πολυμαθής
πολυμαθία
πολύμακαρ
πολύμαλλος
πολυμανής
πολυμάντευτος
πολυμάσχαλος
πολυμάχητος
πολύμαχος
πολυμέδιμνος
πολυμεθής
πολυμέλαθρος
πολυμελής
πολυμελπής
πολυμεμφής
πολυμέρεια
πολυμερής
πολυμέριμνος
πολύμεσος
πολυμετάβλητος
View word page
πολυμέδιμνος
with many medimni

ShortDef

with many medimni

Debugging

Headword:
πολυμέδιμνος
Headword (normalized):
πολυμέδιμνος
Headword (normalized/stripped):
πολυμεδιμνος
IDX:
71645
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71646
Key:

Data

{'content': 'with many medimni'}