Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολυλογία
πολύλογος
πολύλοπος
πολύλυχνον
πολυμαθέω
πολυμαθής
πολυμαθία
πολύμακαρ
πολύμαλλος
πολυμανής
πολυμάντευτος
πολυμάσχαλος
πολυμάχητος
πολύμαχος
πολυμέδιμνος
πολυμεθής
πολυμέλαθρος
πολυμελής
πολυμελπής
πολυμεμφής
πολυμέρεια
View word page
πολυμάντευτος
on which many oracles are given
ShortDef
on which many oracles are given
Debugging
Headword:
πολυμάντευτος
Headword (normalized):
πολυμάντευτος
Headword (normalized/stripped):
πολυμαντευτος
IDX:
71641
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71642
Key:
Data
{'content': 'on which many oracles are given'}