Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύλλιστος
πολυλογέω
πολυλογία
πολύλογος
πολύλοπος
πολύλυχνον
πολυμαθέω
πολυμαθής
πολυμαθία
πολύμακαρ
πολύμαλλος
πολυμανής
πολυμάντευτος
πολυμάσχαλος
πολυμάχητος
πολύμαχος
πολυμέδιμνος
πολυμεθής
πολυμέλαθρος
πολυμελής
πολυμελπής
View word page
πολύμαλλος
with abundant fleece

ShortDef

with abundant fleece

Debugging

Headword:
πολύμαλλος
Headword (normalized):
πολύμαλλος
Headword (normalized/stripped):
πολυμαλλος
IDX:
71639
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71640
Key:

Data

{'content': 'with abundant fleece'}