Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀνεμόσυρις
ἀνεμοσφάραγος
ἀνεμοτρεφής
ἀνεμούριον
ἀνεμοφθορία
ἀνεμόφθορος
ἀνεμοφόρητος
ἀνέμπληκτος
ἀνέμπληστος
ἀνεμπόδιστος
ἀνεμπόλητος
ἀνέμπτωτος
ἀνεμφάνιστος
ἀνέμφαντος
ἀνέμφατος
ἀνεμώδης
ἀνεμώκης
ἀνεμώλιος
ἀνεμώνη
Ἀνεμώρεια
ἀνεμώτας
View word page
ἀνεμπόλητος
unsold

ShortDef

unsold

Debugging

Headword:
ἀνεμπόλητος
Headword (normalized):
ἀνεμπόλητος
Headword (normalized/stripped):
ανεμπολητος
IDX:
7163
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-7164
Key:

Data

{'content': 'unsold'}