Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
πολύλλιθος
πολύλλιστος
πολυλογέω
πολυλογία
πολύλογος
πολύλοπος
πολύλυχνον
πολυμαθέω
πολυμαθής
πολυμαθία
πολύμακαρ
πολύμαλλος
πολυμανής
πολυμάντευτος
πολυμάσχαλος
πολυμάχητος
πολύμαχος
πολυμέδιμνος
πολυμεθής
πολυμέλαθρος
πολυμελής
View word page
πολύμακαρ
most blissful
ShortDef
most blissful
Debugging
Headword:
πολύμακαρ
Headword (normalized):
πολύμακαρ
Headword (normalized/stripped):
πολυμακαρ
IDX:
71638
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71639
Key:
Data
{'content': 'most blissful'}