Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

πολύλιμος
πολύλλιθος
πολύλλιστος
πολυλογέω
πολυλογία
πολύλογος
πολύλοπος
πολύλυχνον
πολυμαθέω
πολυμαθής
πολυμαθία
πολύμακαρ
πολύμαλλος
πολυμανής
πολυμάντευτος
πολυμάσχαλος
πολυμάχητος
πολύμαχος
πολυμέδιμνος
πολυμεθής
πολυμέλαθρος
View word page
πολυμαθία
much-learning

ShortDef

much-learning

Debugging

Headword:
πολυμαθία
Headword (normalized):
πολυμαθία
Headword (normalized/stripped):
πολυμαθια
IDX:
71637
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-71638
Key:

Data

{'content': 'much-learning'}